-
1 γενειάς
γενειάς, άδος, ἡ, 1) Bart, Hom. einmal, Odyss. 16, 176 κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον, v. l. ἐϑειράδες, Aristarch las γενειάδες, Scholl. Theocrit. 1, 34 ἔϑειρα γὰρ ἡ τῆς κεφαλῆς ϑρίξ. ὅϑεν Ἀριστοτέλης ( leg. Ἀρίσταρχος) ἐν Ὁμήρῳ ἔγραψεν »κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον«, οὐκ »ἐϑειράδες«. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 121. – Aesch. Pers. 308; Eur. Suppl. 290. – 2) das Kinn, Aesch. frg. Glauc. 25; Eur. Phoen. 1390; von Pferden, Qu. Sm. 4, 548. – Auch = Wange, Eur. Hec. 344 I. T. 1366; Orph. Arg. 881. – Als adj. fem., das Kinn betreffend, Galen.; Poll. 1, 147.
-
2 ἐθειράς
ἐθειράς, άδος, ἡ, bei Homer einmal, als var. lect. Odyss. 16, 176, vom Barte des Odysseus, κυάνεαι δ' ἐγένοντο ἐϑειράδες ἀμφὶ γένειον, bessere Lesart γενειάδες, Scholl. Theocrit. 1, 34 ἐϑειράζοντες: κομῶντες τὰς τρίχας, οὐ γενειῶντες, ὥς τινες· ἔϑειρα γὰρ ἡ τῆς κεφαλῆς ϑρίξ· ὅϑεν Ἀριστοτέλης ἐν Ὁμήρῳ ἔγραψεν κυάνεαι δ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον, οὐκ ἐϑειράδες. Für Ἀριστοτέλης schreibt Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 41. 115 Ἀρίσταρχος, gewiß mit Recht.